φιντανάκι

φιντανάκι
το
(υποκορ. του φιντάνι βλ. λ.)
1. νεαρός βλαστός, τρυφερό βλαστάρι, βλασταράκι: Φιντανάκι τριανταφυλλιάς.
2. μτφ., ο νέος άνθρωπος, ο νιόβγαλτος, το τρυφερούδι: Φιντανάκι είναι κι όλο βόλτες πάει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιντανάκι — και φυντανάκι, το, Ν [φιντάνι] (υποκορ. τ.) 1. μικρός βλαστός, φιντάνι 2. μτφ. ο μικρός στην ηλικία, πολύ νεαρός, πρωτόβγαλτος …   Dictionary of Greek

  • Lemos Theater — The Lemos Theatrical Company was a theatrical company formed in 1944. It is named after the actor Adamantios Lemos.The founding of Thiasos LemosOn June 14, 1944, Adamantios Lemos and Mary Giatra Lemou founded the Lemos Theatrical Company. Lemos… …   Wikipedia

  • Christos Tsaganeas — Hristos Tsaganeas Χρήστος Τσαγανέας Born July 2, 1906 Brăila …   Wikipedia

  • Orestis Makris — Ορέστης Μακρής Born September 30, 1898 Chalcis, Greece Died January 29, 1975 …   Wikipedia

  • Макрис, Орестис — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Макрис. Орестис Макрис греч. Ορέστης Μακρής Род деятельности: актер …   Википедия

  • φιντάνι — και φυντάνι, το, Ν 1. μικρό, νεαρό φυτό 2. μικρός βλαστός, βλαστάρι 3. φυτώριο 4. μτφ. νιόβγαλτος, πρωτόβγαλτος, φιντανάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fidan < φυτάνη «εποχή τής φύτευσης»] …   Dictionary of Greek

  • φυντανάκι — το, Ν βλ. φιντανάκι …   Dictionary of Greek

  • Βεάκης, Αιμίλιος — (Πειραιάς 1884 – Αθήνα 1951). Ηθοποιός του θεάτρου, από τους σημαντικότερους του 20ού αι. Μικρός έμεινε ορφανός και μεγάλωσε στα χέρια στοργικών συγγενών του, ενώ νωρίς αισθάνθηκε κλίση προς το θέατρο και τη ζωγραφική. Το 1900, προτού καν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • φιντάνι — το (λ. τουρκ.) 1. φυτώριο: Αγόρασα δεντράκι από φιντάνι. 2. νεαρό φυτό ιδίως για μεταφύτευση. 3. φιντανάκι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”